- αδήμευτος
- [που δεν έχει δημευτεί]nicht beschlagnahmt
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
Griechisch-Deutsch-Wörterbuch. 2013.
αδήμευτος — η, ο [δημεύω] αυτός που δεν δημεύτηκε, που δεν κατασχέθηκε προς όφελος κυρίως τού δημοσίου ή αυτός που δεν υπόκειται σε δήμευση … Dictionary of Greek
αδήμευτος — η, ο αυτός που δε δημεύτηκε ή δε δημεύεται: Η περιουσία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων είναι αδήμευτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)